πραγματοκρατικός

πραγματοκρατικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία: Πραγματοκρατικές απόψεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πραγματοκρατικός — ή, ό, Ν [πραγματοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία 2. το αρσ. ως ουσ. οπαδός τής θεωρίας τής πραγματοκρατίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”